ζεῦξαν

ζεῦξαν
ζεύγνυμι
yoke
aor part act neut nom/voc/acc sg
ζεύγνυμι
yoke
aor ind act 3rd pl (homeric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εντεσιεργός — ἐντεσιεργός, όν (Α) (για ημίονο) που σέρνει άμαξα («ζεῡξαν δ ἡμιόνους... ἐντεσιεργούς», Ομ. Ιλ.) …   Dictionary of Greek

  • ζευγνύω — (AM ζεύγνυμι και ζευγνύω) 1. συνάπτω, συνδέω δύο άκρα, συνδέω με ζεύγμα 2. συνδέω με γέφυρα, γεφυρώνω («ζευγνὺς τὸν ποταμόν», Ηρόδ.) 3. τοποθετώ τον ζυγό σε ζώο, ζεύω («ζεῡξαι δ ὑπ ὄχεσφιν ἕκαστον ἵππους», Ομ. Ιλ.) αρχ. 1. (για ίππους) σελλώνω,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”